- διαπονώ
- διαπονῶ, -έω (Α)1. εργάζομαι με κόπους, καλλιεργώ επιμελώς2. αγωνίζομαι, μοχθώ3. καταγίνομαι σε κάτι με ζήλο4. εκγυμνάζω, εξασκώ5. (για τη γη) καλλιεργώ6. (για το σπίτι) διοικώ, κουμαντάρω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαπονῶ — διαπονέω work out with labour pres subj act 1st sg (attic epic doric) διαπονέω work out with labour pres ind act 1st sg (attic epic doric) διαπονέω work out with labour pres subj act 1st sg (attic epic doric) διαπονέω work out with labour pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιαπόνητος — ἀδιαπόνητος, ον (Α) [διαπονῶ] 1. αυτός που δεν συντελέσθηκε, που δεν τόν έφεραν εις πέρας 2. (για τροφές) αχώνευτος … Dictionary of Greek
συνδιαπονώ — έω, Α εξακολουθώ να καταγίνομαι με κάτι ή να κοπιάζω μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διαπονῶ «μοχθώ, καταγίνομαι με κάτι με ζήλο»] … Dictionary of Greek